στροφέας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στροφέας | οι | στροφείς |
| γενική | του | στροφέα & στροφέως |
των | στροφέων |
| αιτιατική | τον | στροφέα | τους | στροφείς |
| κλητική | στροφέα | στροφείς | ||
| Κατηγορία όπως «αμφορέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στροφέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στροφεύς < αρχαία ελληνική στρέφω
- για τα εξαρήματα μηχανών < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική pivot[1]
Ουσιαστικό
στροφέας αρσενικό
Αναφορές
- στροφέας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.