αποκλειστικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αποκλειστικά < αποκλειστικ(ός) + -ά
Μεταφράσεις
αποκλειστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αποκλειστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκλειστικό, ουδέτερο του αποκλειστικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.