συστρέφω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συστρέφω < αρχαία ελληνική συστρέφω
Συγγενικά
- συνεστραμμένος
- συστραμμένος
- συστροφή
- → δείτε τις λέξεις συν, στρέφω και στρίβω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συστρέφω | συνέστρεφα | θα συστρέφω | να συστρέφω | συστρέφοντας | |
| β' ενικ. | συστρέφεις | συνέστρεφες | θα συστρέφεις | να συστρέφεις | σύστρεφε | |
| γ' ενικ. | συστρέφει | συνέστρεφε | θα συστρέφει | να συστρέφει | ||
| α' πληθ. | συστρέφουμε | συστρέφαμε | θα συστρέφουμε | να συστρέφουμε | ||
| β' πληθ. | συστρέφετε | συστρέφατε | θα συστρέφετε | να συστρέφετε | συστρέφετε | |
| γ' πληθ. | συστρέφουν(ε) | συνέστρεφαν συστρέφαν(ε) |
θα συστρέφουν(ε) | να συστρέφουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συνέστρεψα | θα συστρέψω | να συστρέψω | συστρέψει | ||
| β' ενικ. | συνέστρεψες | θα συστρέψεις | να συστρέψεις | σύστρεψε | ||
| γ' ενικ. | συνέστρεψε | θα συστρέψει | να συστρέψει | |||
| α' πληθ. | συστρέψαμε | θα συστρέψουμε | να συστρέψουμε | |||
| β' πληθ. | συστρέψατε | θα συστρέψετε | να συστρέψετε | συστρέψτε | ||
| γ' πληθ. | συνέστρεψαν συστρέψαν(ε) |
θα συστρέψουν(ε) | να συστρέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω συστρέψει | είχα συστρέψει | θα έχω συστρέψει | να έχω συστρέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις συστρέψει | είχες συστρέψει | θα έχεις συστρέψει | να έχεις συστρέψει | έχε συστραμμένο | |
| γ' ενικ. | έχει συστρέψει | είχε συστρέψει | θα έχει συστρέψει | να έχει συστρέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε συστρέψει | είχαμε συστρέψει | θα έχουμε συστρέψει | να έχουμε συστρέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε συστρέψει | είχατε συστρέψει | θα έχετε συστρέψει | να έχετε συστρέψει | έχετε συστραμμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν συστρέψει | είχαν συστρέψει | θα έχουν συστρέψει | να έχουν συστρέψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συστραμμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συστραμμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συστραμμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συστραμμένο | |||||
Μεταφράσεις
συστρέφω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.