κατεύθυνση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατεύθυνση οι κατευθύνσεις
      γενική της κατεύθυνσης* των κατευθύνσεων
    αιτιατική την κατεύθυνση τις κατευθύνσεις
     κλητική κατεύθυνση κατευθύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατευθύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατεύθυνση < κατευθύνω + -ση

Ουσιαστικό

κατεύθυνση θηλυκό

  1. η πορεία που θα ακολουθήσει κάποιος για να περάσει από μία θέση σε άλλο ορισμένο σημείο, πχ. μπροστά, πίσω, δεξιά, αριστερά, ανατολικά, δυτικά
    οι τέσσερις κατευθύνσεις του ορίζοντα
  2. (μεταφορικά) πορεία προς κάποιο στόχο ή κατάσταση
    προς λάθος κατεύθυνση οδηγούν τα νέα μέτρα
  3. (φυσική, άλγεβρα) μαζί η διεύθυνση και η φορά ενός διανύσματος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.