πίσω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πίσω < μεσαιωνική ελληνική πίσω < αρχαία ελληνική ὀπίσω

Επίρρημα

πίσω

  1. (τοπικό επίρρημα) το αντίθετο μέρος από αυτό προς το οποίο κινείται κάποιος ή προς το οποίο κοιτά
  2. (χρονικό επίρρημα) που αναφέρεται σε ή σχετίζεται με προηγούμενο ή προγενέστερο χρόνο

Αντώνυμα

Παράγωγα

Επιφώνημα

πίσω

Επίθετο

πίσω άκλιτο

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.