πίσω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πίσω < μεσαιωνική ελληνική πίσω < αρχαία ελληνική ὀπίσω
Επίρρημα
πίσω
Αντώνυμα
Παράγωγα
Επιφώνημα
πίσω
- για να δηλώσει την πρόθεση για απομάκρυνση κάποιου απρόσκλητου, ανεπιθύμητου ή εχθρού
Εκφράσεις
- μπαίνω από την πίσω πόρτα: ενεργώ αναξιοκρατικά
- μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα: βρίσκομαι μεταξύ δύο κινδύνων ή αδιέξοδων καταστάσεων
- παίρνω κάποιον από πίσω: τον παρακολουθώ
- πήρε το αίμα του πίσω: εκδικήθηκε
- πίσω έχει η αχλάδα την ουρά: κάτι κακό μπορεί να σε βρει αργότερα ή στο τέλος
- ≈ συνώνυμα: μηδένα προ του τέλους μακάριζε
- πίσω μου σ’ έχω, Σατανά: φράση που λέγεται όταν θέλουμε να αποφύγουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον πειρασμό
- το ποτάμι δε γυρίζει πίσω: δε σταματά η εξέλιξη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.