στρόμβος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρόμβος οι στρόμβοι
      γενική του στρόμβου των στρόμβων
    αιτιατική τον στρόμβο τους στρόμβους
     κλητική στρόμβε στρόμβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρόμβος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρόμβος [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈstɾoɱ.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρόμβος

Ουσιαστικό

στρόμβος αρσενικό

  1. (φυσική) σφαιρικό ή κυλινδρικό σώμα που περιστρέφεται γύρω από τον άξονά του
  2. (ειδικότερα) η σβούρα
  3. (ζωολογία) η κόγχη στο κέλυφος σαλιγκαριού [2]
  4. (ζωολογία) είδος μαλάκιου που ανήκει στο γένος Στρόμβος, Strombus

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. στρόμβος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στρόμβος οἱ στρόμβοι
      γενική τοῦ στρόμβου τῶν στρόμβων
      δοτική τῷ στρόμβ τοῖς στρόμβοις
    αιτιατική τὸν στρόμβον τοὺς στρόμβους
     κλητική ! στρόμβε στρόμβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στρόμβω
γεν-δοτ τοῖν  στρόμβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρόμβος < θέμα στρο-μ-β- με εκφραστικό ένθημα -μ-, σε μεταπτωτική βαθμίδα στρεβ- (όπως στο στρεβλός)  δείτε τη λέξη στρέφω [1]

Ουσιαστικό

στρόμβος, -ου αρσενικό

  1. περιστρεφόμενο ή περιδινούμενο σώμα
  2. σβούρα
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 14 (Ξ. Διὸς ἀπάτη.), στίχ. 413 (411-413)
    τῶν ἓν ἀείρας | στῆθος βεβλήκει ὑπὲρ ἄντυγος ἀγχόθι δειρῆς, | στρόμβον δ᾽ ὣς ἔσσευε βαλών, περὶ δ᾽ ἔδραμε πάντῃ.
    και τον βαρεί προς τον λαιμόν, επάνω απ᾽ την ασπίδα· | σαν σβούρον τον ετράνταξε, κι έφερ᾽ εκείνος γύρες·
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
     συνώνυμα: λατινική turbo
  3. ανεμοστρόβιλος
      6ος/5ος πκε αιώνας Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 1084 (1084-1085)
    στρόμβοι δὲ κόνιν | εἱλίσσουσιν·
    Άγριος σίφουνας | στρίβει ψηλά κορνιαχτό,
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greeklanguage.gr
  4. κοχλίας, σαλιγκάρι
      3ος πκε αιώνας Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Δάφνις και Μενάλκας, στιχ. 25 (25-27)
    τήνῳ δὲ στρόμβω καλὸν ὄστρακον, ὧ κρέας αὐτός | σιτήθην πέτραισιν ἐν Ἰκαρίαισι δοκεύσας, | πέντε ταμὼν πέντ᾽ οὖσιν· ὃ δ᾽ ἐγκαναχήσατο κόχλῳ.
    και [στο Μενάλκα] εχάρισα κογχύλι | που είχα πιάσει στου Ικάριου την ακρογιαλιά | και το φαΐ του ωστόσο πέντε μερίδια το ᾽κανα, τι ήμαστε τότε πέντε. Κι εξεκαρδίστηκε γι᾽ αυτό το δώρο μου [ο Μενάλκας].
    Μετάφραση (1911), Ιωάννης Πολέμης @greeklanguage.gr
  5. κουκουνάρι

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη στρέφω

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.