μυαλό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μυαλό | τα | μυαλά |
| γενική | του | μυαλού | των | μυαλών |
| αιτιατική | το | μυαλό | τα | μυαλά |
| κλητική | μυαλό | μυαλά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Βραστό μυαλό αρνιού.
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /mɲaˈlo/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μυα‐λό
Ουσιαστικό
μυαλό ουδέτερο
- (ανθρώπινο σώμα) η φαιά ουσία μέσα στο κρανίο ανθρώπων και ζώων
- το νοητικό και ψυχοπνευματικό κέντρο των ζώντων οργανισμών
- το αποτέλεσμα της εγκεφαλικής λειτουργίας, ένας εγκέφαλος σε λειτουργία, η νοητική και βιωματική (εκ των έσω) απόδοση του εγκεφάλου
- ιδιαίτερα ευφυής άνθρωπος
- ※ Η κόρη σας είναι εξαίρετο μυαλό. (Πέτρος Μάρκαρης, Βασικός μέτοχος)
- η ψυχή καθώς ελέγχει τον εγκέφαλο
- το μυαλό ως έδεσμα
Εκφράσεις
Παράγωγα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μυαλό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μυαλό - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.