στρεψαυχενία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στρεψαυχενία | οι | στρεψαυχενίες |
| γενική | της | στρεψαυχενίας | των | στρεψαυχενιών |
| αιτιατική | τη | στρεψαυχενία | τις | στρεψαυχενίες |
| κλητική | στρεψαυχενία | στρεψαυχενίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
Μεταφράσεις
στρεψαυχενία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.