υποβάλλω

Νέα ελληνικά (el)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

υποβάλλω < αρχαία ελληνική ὑποβάλλω < ὑπό + βάλλω

Ρήμα

υποβάλλω

  1. καταθέτω ένα έγγραφο σε ανώτερη αρχή
    υποβάλλω μία πρόταση, αίτηση, αναφορά
  2. αναγκάζω κάποιον να υποστεί κάτι
    τον υπέβαλαν σε φοβερά βασανιστήρια
  3. σχηματίζω στον ψυχικό κόσμο κάποιου μια ιδέα ή εντύπωση με έμμεσο τρόπο
    ο συγγραφέας υποβάλλει την εντύπωση ...
  4. καθηλώνω κάποιον με ένα έργο τέχνης
    με υποβάλλει αυτή η μουσική

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.