εξαρθρώνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Ρήμα
εξαρθρώνω
- προκαλώ τη μετακίνηση ενός οστού έξω από την κοιλότητα στην οποία βρίσκεται
- (μεταφορικά) διαλύω, καταστρέφω (μια οργάνωση, κ.α.)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εξαρθρώνω | εξάρθρωνα | θα εξαρθρώνω | να εξαρθρώνω | εξαρθρώνοντας | |
| β' ενικ. | εξαρθρώνεις | εξάρθρωνες | θα εξαρθρώνεις | να εξαρθρώνεις | εξάρθρωνε | |
| γ' ενικ. | εξαρθρώνει | εξάρθρωνε | θα εξαρθρώνει | να εξαρθρώνει | ||
| α' πληθ. | εξαρθρώνουμε | εξαρθρώναμε | θα εξαρθρώνουμε | να εξαρθρώνουμε | ||
| β' πληθ. | εξαρθρώνετε | εξαρθρώνατε | θα εξαρθρώνετε | να εξαρθρώνετε | εξαρθρώνετε | |
| γ' πληθ. | εξαρθρώνουν(ε) | εξάρθρωναν εξαρθρώναν(ε) |
θα εξαρθρώνουν(ε) | να εξαρθρώνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εξάρθρωσα | θα εξαρθρώσω | να εξαρθρώσω | εξαρθρώσει | ||
| β' ενικ. | εξάρθρωσες | θα εξαρθρώσεις | να εξαρθρώσεις | εξάρθρωσε | ||
| γ' ενικ. | εξάρθρωσε | θα εξαρθρώσει | να εξαρθρώσει | |||
| α' πληθ. | εξαρθρώσαμε | θα εξαρθρώσουμε | να εξαρθρώσουμε | |||
| β' πληθ. | εξαρθρώσατε | θα εξαρθρώσετε | να εξαρθρώσετε | εξαρθρώστε | ||
| γ' πληθ. | εξάρθρωσαν εξαρθρώσαν(ε) |
θα εξαρθρώσουν(ε) | να εξαρθρώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εξαρθρώσει | είχα εξαρθρώσει | θα έχω εξαρθρώσει | να έχω εξαρθρώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εξαρθρώσει | είχες εξαρθρώσει | θα έχεις εξαρθρώσει | να έχεις εξαρθρώσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εξαρθρώσει | είχε εξαρθρώσει | θα έχει εξαρθρώσει | να έχει εξαρθρώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εξαρθρώσει | είχαμε εξαρθρώσει | θα έχουμε εξαρθρώσει | να έχουμε εξαρθρώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εξαρθρώσει | είχατε εξαρθρώσει | θα έχετε εξαρθρώσει | να έχετε εξαρθρώσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εξαρθρώσει | είχαν εξαρθρώσει | θα έχουν εξαρθρώσει | να έχουν εξαρθρώσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.