συναναστρέφομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συναναστρέφομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συναναστρέφομαι. Συγχρονικά αναλύεται σε συν- + ανα- + στρέφομαι του στρέφω.
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.na.naˈstɾe.fo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐να‐να‐στρέ‐φο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐α‐να‐στρέ‐φο‐μαι
Συγγενικά
- συναναστροφή
- → και δείτε τις λέξεις αναστρέφω και στρέφω
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συναναστρέφομαι | συναναστρεφόμουν(α) | θα συναναστρέφομαι | να συναναστρέφομαι | ||
| β' ενικ. | συναναστρέφεσαι | συναναστρεφόσουν(α) | θα συναναστρέφεσαι | να συναναστρέφεσαι | ||
| γ' ενικ. | συναναστρέφεται | συναναστρεφόταν(ε) | θα συναναστρέφεται | να συναναστρέφεται | ||
| α' πληθ. | συναναστρεφόμαστε | συναναστρεφόμαστε συναναστρεφόμασταν |
θα συναναστρεφόμαστε | να συναναστρεφόμαστε | ||
| β' πληθ. | συναναστρέφεστε | συναναστρεφόσαστε συναναστρεφόσασταν |
θα συναναστρέφεστε | να συναναστρέφεστε | συναναστρέφεστε | |
| γ' πληθ. | συναναστρέφονται | συναναστρέφονταν συναναστρεφόντουσαν |
θα συναναστρέφονται | να συναναστρέφονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συναναστράφηκα | θα συναναστραφώ | να συναναστραφώ | συναναστραφεί | ||
| β' ενικ. | συναναστράφηκες | θα συναναστραφείς | να συναναστραφείς | συναναστρέψου | ||
| γ' ενικ. | συναναστράφηκε | θα συναναστραφεί | να συναναστραφεί | |||
| α' πληθ. | συναναστραφήκαμε | θα συναναστραφούμε | να συναναστραφούμε | |||
| β' πληθ. | συναναστραφήκατε | θα συναναστραφείτε | να συναναστραφείτε | συναναστραφείτε | ||
| γ' πληθ. | συναναστράφηκαν συναναστραφήκαν(ε) |
θα συναναστραφούν(ε) | να συναναστραφούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συναναστραφεί | είχα συναναστραφεί | θα έχω συναναστραφεί | να έχω συναναστραφεί | ||
| β' ενικ. | έχεις συναναστραφεί | είχες συναναστραφεί | θα έχεις συναναστραφεί | να έχεις συναναστραφεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συναναστραφεί | είχε συναναστραφεί | θα έχει συναναστραφεί | να έχει συναναστραφεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συναναστραφεί | είχαμε συναναστραφεί | θα έχουμε συναναστραφεί | να έχουμε συναναστραφεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συναναστραφεί | είχατε συναναστραφεί | θα έχετε συναναστραφεί | να έχετε συναναστραφεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συναναστραφεί | είχαν συναναστραφεί | θα έχουν συναναστραφεί | να έχουν συναναστραφεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.