ανακατεύω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ανακατεύω < ανάκατ(ος) + -εύω

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.kaˈte.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανακατεύω

Ρήμα

ανακατεύω, πρτ.: ανακάτευα, στ.μέλλ.: θα ανακατέψω, αόρ.: ανακάτεψα, παθ.φωνή: ανακατεύομαι, μτχ.π.π.: ανακατεμένος

  1. κάνω ένα μείγμα από διάφορα υλικά και το ανακινώ ώστε να γίνει ομοιογενές
  2. χαλάω την τάξη που υπάρχει σε ένα σύνολο μετακινώντας τα μέρη του
  3.  και δείτε σημασίες στην παθητική φωνή: ανακατεύομαι

Συγγενικά

θέμα ανακατεύ-

 και δείτε τη λέξη ανάκατος

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.