περιφέρω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- περιφέρω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιφέρω < περι- + φέρω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pe.ɾiˈfe.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρι‐φέ‐ρω
Ρήμα
περιφέρω, πρτ.: περιέφερα, αόρ.: περιέφερα, παθ.φωνή: περιφέρομαι, π.αόρ.: περιφέρθηκα
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.