πλάτη
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πλάτη | οι | πλάτες |
| γενική | της | πλάτης | των | πλατών |
| αιτιατική | την | πλάτη | τις | πλάτες |
| κλητική | πλάτη | πλάτες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλάτη < αρχαία ελληνική πλάται < πληθυντικός του πλάτη: πλατύ αντικείμενο[1]
.jpg.webp)
Γυναικεία (αριστερά) και ανδρική (δεξιά) πλάτη.

Πλάτη γυναικείου μπουφάν.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpla.ti/
Ουσιαστικό
πλάτη θηλυκό
- το πίσω μέρος του σώματος, από το λαιμό μέχρι το τέλος της σπονδυλικής στήλης
- (ειδικότερα) το μέρος του σώματος των σφαγμένων ζώων, το οποίο αντιστοιχεί στην ωμοπλάτη
- (συνεκδοχικά) το πίσω μέρος του ρούχου
- (συνεκδοχικά) το τμήμα επίπλου στο οποίο ακουμπάει η πλάτη όσων κάθονται
- → δείτε και τη λέξη ερεισίνωτο
- (ειδικότερα) το πίσω μέρος κάθε αντικειμένου, το οποίο το στηρίζει ή το ενισχύει
- το στενό τμήμα από το βιβλίο που ενώνει τα δύο καλύμματα των εξωφύλλων του
- (μεταφορικά) υποστήριξη ή προστασία σε πρόσωπο, κατά κανόνα επιλήψιμη ή παράνομη
- ↪ Ξέχνα την καταγγελία. Δεν θα γίνει τίποτα, διότι αυτή έχει πλάτες στην υπηρεσία
Συγγενικά
- πλατάρα
- πλατίτσα
- πλατούλα
Εκφράσεις
- βάζω πλάτη: συμμετέχω σε μια κοινή προσπάθεια και την υποστηρίζω ενεργά
Μεταφράσεις
πλάτη
|
Αναφορές
- πλάτη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.