τροχιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | τροχιά | οι | τροχιές |
| γενική | της | τροχιάς | των | τροχιών |
| αιτιατική | την | τροχιά | τις | τροχιές |
| κλητική | τροχιά | τροχιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Το μικρότερο σώμα κινείται σε τροχιά γύρω από το μεγαλύτερο.
Ετυμολογία
- τροχιά < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τροχιά (ίχνος στεφάνης τροχού) < τροχός
- για τον αστρονομικό όρο < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική orbite [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /tɾoˈça/ & /tɾoˈçi̯a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τρο‐χιά
Ουσιαστικό
τροχιά θηλυκό
- (αστρονομία) η διαδρομή που ακολουθεί ένα ουράνιο σώμα καθώς περιφέρεται, λόγω βαρύτητας, γύρω από ένα άλλο σώμα με μεγαλύτερη μάζα
- ↪ ο δορυφόρος τέθηκε σε τροχιά γύρω από τη γη
- σιδηροτροχιά
- (μεταφορικά) η πορεία της ζωής κάποιου
Μεταφράσεις
τροχιά
Αναφορές
- τροχιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | τροχιᾱ́ | αἱ | τροχιαί | ||||
| γενική | τῆς | τροχιᾶς | τῶν | τροχιῶν | ||||
| δοτική | τῇ | τροχιᾷ | ταῖς | τροχιαῖς | ||||
| αιτιατική | τὴν | τροχιᾱ́ν | τὰς | τροχιᾱ́ς | ||||
| κλητική ὦ! | τροχιᾱ́ | τροχιαί | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τροχιᾱ́ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | τροχιαῖν | ||||||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- τροχιά < αρχαία ελληνική τροχ(ός) + -ιά
Πηγές
- τροχιά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τροχιά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.