άφθονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο άφθονος η άφθονη το άφθονο
      γενική του άφθονου της άφθονης του άφθονου
    αιτιατική τον άφθονο την άφθονη το άφθονο
     κλητική άφθονε άφθονη άφθονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι άφθονοι οι άφθονες τα άφθονα
      γενική των άφθονων των άφθονων των άφθονων
    αιτιατική τους άφθονους τις άφθονες τα άφθονα
     κλητική άφθονοι άφθονες άφθονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

άφθονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἄφθονος < ἄ- στερητικό (ά-) + φθόνος

Ετυμολογία

ΔΦΑ : /ˈa.fθo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άφθονος

Επίθετο

άφθονος, -η, -ο, συγκριτικός: αφθονότερος

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη φθόνος

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.