θέαση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θέαση οι θεάσεις
      γενική της θέασης* των θεάσεων
    αιτιατική τη θέαση τις θεάσεις
     κλητική θέαση θεάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, θεάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θέαση < ελληνιστική κοινή θέασις < αρχαία ελληνική θεάομαι / θεῶμαι < θέα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈθe.a.si/

Ουσιαστικό

θέαση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.