στρόβιλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στρόβιλος οι στρόβιλοι
      γενική του στροβίλου
& στρόβιλου
των στροβίλων
    αιτιατική τον στρόβιλο τους στροβίλους
     κλητική στρόβιλε στρόβιλοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Στρόβιλοι παραγωγής ενέργειας σε εργοστάσιο.
Στρόβιλος άμμου στην έρημο.

Ετυμολογία

στρόβιλος για τη μετεωρολογία και φυσική < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρόβιλος < αρχαία ελληνική στρόβος < στρέφω
για την τεχνολογία < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική turbine[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈstɾo.vi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στρόβιλος

Ουσιαστικό

στρόβιλος αρσενικό

  1. (τεχνολογία) η τουρμπίνα
  2. (άνεμος) η δίνη ανέμου
     συνώνυμα: ανεμοστρόβιλος
  3. (υδρολογία) η δίνη νερού
     συνώνυμα: νεροστρόβιλος, ρουφήχτρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στρόβιλος οἱ στρόβιλοι
      γενική τοῦ στροβίλου τῶν στροβίλων
      δοτική τῷ στροβίλ τοῖς στροβίλοις
    αιτιατική τὸν στρόβιλον τοὺς στροβίλους
     κλητική ! στρόβιλε στρόβιλοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στροβίλω
γεν-δοτ τοῖν  στροβίλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρόβιλος < στρόβ(ος) (περιστροφή) + -ιλος [1]

Ουσιαστικό

στρόβιλος αρσενικό

Παράγωγα

  • ἐνστροβιλίσας
  • στροβιλᾶς
  • στροβιλέα
  • στροβιλεϊνόν
  • στροβιλέω
  • στροβιλεών
  • στροβίλη
  • στροβίλινος
  • στροβίλιον
  • στροβιλίτης
  • στροβιλίζω
  • στροβιλοειδής
  • στροβιλός
  • στροβιλόω
  • στροβιλώδης
  • συστροβιλέω

Συγγενικά

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.