στρόβιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | στρόβιλος | οι | στρόβιλοι |
| γενική | του | στροβίλου & στρόβιλου |
των | στροβίλων |
| αιτιατική | τον | στρόβιλο | τους | στροβίλους |
| κλητική | στρόβιλε | στρόβιλοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Στρόβιλοι παραγωγής ενέργειας σε εργοστάσιο.
.jpg.webp)
Στρόβιλος άμμου στην έρημο.
Ετυμολογία
- στρόβιλος για τη μετεωρολογία και φυσική < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στρόβιλος < αρχαία ελληνική στρόβος < στρέφω
- για την τεχνολογία < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική turbine[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈstɾo.vi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στρό‐βι‐λος
Ουσιαστικό
στρόβιλος αρσενικό
Συγγενικά
- αεριοστρόβιλος
- αεροστρόβιλος
- αμμοστρόβιλος
- ανεμοστροβιλίζω
- ανεμοστρόβιλος
- αστρόβιλος
- ατμοστρόβιλος
- νεροστρόβιλος
- στροβιληδόν
- στροβιλίζω
- στροβίλισμα
- στροβιλισμός
- στροβιλιστά
- στροβιλιστικός
- στροβιλιστός
- στροβιλοαντιδραστήρας
- στροβιλογεννήτρια
- στροβιλοκινητήρας
- στροβιλοκίνητος
- στροβιλοσυμπιεστής
- στροβιλώδης
- υδροστρόβιλος
- χιονοστρόβιλος
- → δείτε τη λέξη στρέφω
Μεταφράσεις
στρόβιλος
|
Αναφορές
- στρόβιλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | στρόβιλος | οἱ | στρόβιλοι |
| γενική | τοῦ | στροβίλου | τῶν | στροβίλων |
| δοτική | τῷ | στροβίλῳ | τοῖς | στροβίλοις |
| αιτιατική | τὸν | στρόβιλον | τοὺς | στροβίλους |
| κλητική ὦ! | στρόβιλε | στρόβιλοι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στροβίλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | στροβίλοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
στρόβιλος αρσενικό
- κάτι που στροβιλίζεται
- δίνη, περιστροφή
- σβούρα
- ρουφήχτρα
- (άνεμος) κυκλώνας, ανεμοστρόβιλος
- ※ 4ος αιώνας πκε ⌘ Ψευδο-Ἀριστοτέλης, Περὶ κόσμου, 4 @scaife.perseus
- Τῶν γε μὴν βιαίων πνευμάτων καταιγὶς μέν ἐστι πνεῦμα ἄνωθεν τύπτον ἐξαίφνης, θύελλα δὲ πνεῦμα βίαιον καὶ ἄφνω προσαλλόμενον, λαῖλαψ δὲ καὶ στρόβιλος πνεῦμα εἰλούμενον κάτωθεν ἄνω, ἀναφύσημα δὲ γῆς πνεῦμα ἄνω φερόμενον κατὰ τὴν ἐκ βυθοῦ τινος ἢ ῥήγματος ἀνάδοσιν· ὅταν δὲ εἰλούμενον πολὺ φέρηται, πρηστὴρ χθόνιός ἐστιν.
- (χορός) πιρουέτα, στριφογύρισμα του σώματος σε χορό
- (ελληνιστική σημασία) κουκουνάρι
- (ελληνιστική σημασία) πεύκο
Παράγωγα
- ἐνστροβιλίσας
- στροβιλᾶς
- στροβιλέα
- στροβιλεϊνόν
- στροβιλέω
- στροβιλεών
- στροβίλη
- στροβίλινος
- στροβίλιον
- στροβιλίτης
- στροβιλίζω
- στροβιλοειδής
- στροβιλός
- στροβιλόω
- στροβιλώδης
- συστροβιλέω
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- στρόβιλος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στρόβιλος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.