παρεκκλίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παρεκκλίνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παρεκκλίνω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pa.ɾeˈkli.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: παρεκκλίνω

Ρήμα

παρεκκλίνω

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.