στρίβω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στρίβω < αρχαία ελληνική στρέφω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈstɾi.vo/
Ρήμα
στρίβω
- (μεταβατικό) στρέφω κάτι γύρω από τον άξονά του
- στρίβοντας τη βίδα προς τα δεξιά, συνήθως βιδώνει
- (αμετάβατο) περιστρέφομαι
- δεν ξέρω τι έχει το τιμόνι, προσπαθώ να το στρίψω αλλά δε στρίβει!
- (αμετάβατο) αλλάζω πορεία ή κατεύθυνση
- μόλις στρίψεις αριστερά, θα δεις την πολυκατοικία
- ο οδηγός έστριψε το αυτοκίνητο κι απέφυγε τη σύγκρουση
Εκφράσεις
- μου στρίβει (η βίδα): χάνω τα λογικά μου
- όταν κέρδισε στο λαχείο, του 'στριψε!
- στρίβω το λαρύγγι κάποιου: πνίγω, στραγγαλίζω
- στρίβω το νόμισμα: ρίχνω κορώνα - γράμματα
- στριμμένο άντερο: → δείτε τη λέξη στριμμένος
- τα στρίβω: αλλάζω γνώμη
- όταν πήγα να του ζητήσω να εξηγηθεί, τα έστριψε
- (το) στρίβω: απομακρύνομαι, φεύγω κρυφά ή γρήγορα
- το στρίβει αλά γαλλικά
- μόλις είδε τον αστυνόμο, το έστριψε
- στρίβε!: φύγε! δίνε του!
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.