περιστρέφομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈstɾe fo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιστρέφομαι

Ρήμα

περιστρέφομαι/περιεστράφη3o, μτχ.π.π.: περιστραμμένος/περιεστραμμένος, (ενεργ.: περιστρέφω)

Συγγενικά

μετοχές:

 και δείτε τη λέξη περιστρέφω



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

περιστρέφομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.