προσέγγιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσέγγιση οι προσεγγίσεις
      γενική της προσέγγισης* των προσεγγίσεων
    αιτιατική την προσέγγιση τις προσεγγίσεις
     κλητική προσέγγιση προσεγγίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσεγγίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προσέγγιση < ελληνιστική κοινή προσέγγισις < αρχαία ελληνική προσεγγίζω < πρός + ἐγγίζω < ἐγγύς

Ουσιαστικό

προσέγγιση θηλυκό

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.