σχοινί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σχοινί | τα | σχοινιά |
| γενική | του | σχοινιού | των | σχοινιών |
| αιτιατική | το | σχοινί | τα | σχοινιά |
| κλητική | σχοινί | σχοινιά | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σχοινί < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σχοινί(ον) < αρχαία ελληνική σχοινίον (υποκοριτικό) < σχοῖνος [1] Συγκρίνετε με το σκοινί.
Προφορά
- ΔΦΑ : /sçiˈni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σχοι‐νί
- παρώνυμο: σκοινί
Συγγενικά
- συγγενικά, παράγωγα, σύνθετα: → δείτε τη λέξη σκοινί
Μεταφράσεις
σχοινί
|
→ δείτε τη λέξη σκοινί |
Αναφορές
- σχοινί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.