γῆ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | γῆ | αἱ | γαῖ |
| γενική | τῆς | γῆς | τῶν | γῶν |
| δοτική | τῇ | γῇ | ταῖς | γαῖς |
| αιτιατική | τὴν | γῆν | τὰς | γᾶς |
| κλητική ὦ! | γῆ | γαῖ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γᾶ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γαῖν | ||
| Μόνο συνηρημένο. Σπάνιοι οι τύποι πληθυντικού. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'γαλέη γαλῆ', Κατηγορία 'γαλῆ' όπως «γαλῆ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
γῆ < αβέβαιης ετυμολογίας → δείτε και τις λέξεις γαία και αἶα
Ουσιαστικό
γῆ θηλυκό
- έδαφος
- ↪ γῆν καὶ ὕδωρ αἰτεῖν
- χώμα
- μάνα γη
- → δείτε παράθεμα στο γᾶ
- ξηρά ως αντίθετο της θάλασσας, αλλά και γενικά το περιβάλλον ως αντίθετο του ουρανού
- πατρίδα
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, 1295-1297
- ἀνθ᾽ ὧν μ᾽ Ἐτεοκλῆς, ὢν φύσει νεώτερος, | γῆς ἐξέωσεν, οὔτε νικήσας λόγῳ | οὔτ᾽ εἰς ἔλεγχον χειρὸς οὐδ᾽ ἔργου μολών,
- Αλλ᾽ αντ᾽ αυτού, ο Ετεοκλής, νεότερος και δευτερότοκος, | με πέταξε έξω από τη χώρα, χωρίς επιχειρήματα, | ούτε επειδή αποδείχτηκε στη μεταξύ μας σύγκρουση πιο δυνατός,
- Μετάφραση (2004): Δημήτρης Μαρωνίτης @greek-language.gr
- ※ Ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος (Θουκυδίδης, Επιτάφιος, 430 πΚΕ)
- ※ 5ος αιώνας πκε, ⌘Σοφοκλής, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ, 1295-1297
- ορισμένα ορυκτά
Εκφράσεις
- ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος
- τῆς γῆς ἡ ἀρίστη : η πιο εύφορη χώρα
- δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω (Αρχιμήδης)
- ἔντερα γῆς
Σύνθετα
- γαιο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα γαιο- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά: γαιονόμος
- γεω- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα γεω- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά: γεωγράφος, γεωμέτρης, γεωμόρος, γεωπέδιον, γεωπόνος, γεωργός
- γη- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα γη- στο Βικιλεξικό όπως ενδεικτικά: γηγενής, γήπεδον, γηπετής, γήλοφος, γημόρος
Πηγές
- γῆ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γῆ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.