στρέφομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

στρέφομαι < παθητική φωνή του ρήματος στρέφω

Ρήμα

στρέφομαι

  1. στρέφω τον εαυτό μου προς μια ορισμένη κατεύθυνση, γυρίζω, στρίβω
    στράφηκε προς τα δεξιά
  2. (μεταφορικά)
    ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά, αλλά σύντομα το ενδιαφέρον του στράφηκε προς τη φιλοσοφία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.