στρέφομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στρέφομαι < παθητική φωνή του ρήματος στρέφω
Ρήμα
στρέφομαι
- στρέφω τον εαυτό μου προς μια ορισμένη κατεύθυνση, γυρίζω, στρίβω
- στράφηκε προς τα δεξιά
- (μεταφορικά)
- ξεκίνησε να σπουδάζει νομικά, αλλά σύντομα το ενδιαφέρον του στράφηκε προς τη φιλοσοφία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.