σκέφτομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- σκέφτομαι < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική σκέπτομαι με ανομοίωση του τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft].[1] Συγκρίνετε με το νεοελληνικό σκέπτομαι.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsce.fto.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκέ‐φτο‐μαι
Ρήμα
σκέφτομαι, αόρ.: σκέφτηκα (αποθετικό ρήμα)
- υποβάλλω κάτι σε νοητική επεξεργασία
- ↪ Τον σκέφτομαι συνεχώς.
- εξετάζω με το μυαλό μου διαφορετικές εκδοχές
- ↪ Σκέφτηκε μια πρωτότυπη λύση για το πρόβλημα των μαθηματικών.
- ≈ συνώνυμα: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι
- εξετάζω θετικά την πιθανότητα να κάνω κάτι στο μέλλον
- σκέπτομαι (λογιότερο)
Συνώνυμα
για τη σημασία: εξετάζω με το μυαλό μου
μερική συνωνυμία:
- βάζω σε σκέψεις, παθητικό: μπαίνω σε σκέψεις
- αναρωτιέμαι, διερωτώμαι
περιφραστικά:
- κατεβάζει το μυαλό (μου), κατεβάζει ο νους
- κατεβάζει το ξερό (μου), κατεβάζει η γκλάβα (ειρωνικά)
για τη σημασία «σκέφτομαι έξυπνα» → δείτε την έκφραση κόβει το μυαλό
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
σκεφτ- σκεπτ-
σκεφτ- σκεπτ-
με σκεφτ- (στη δημοτική) ή και με σκεπτ- (λογιότεροι όροι, όπως στο σκέπτομαι)
- άσκεφτα - άσκεπτα (επίρρημα)
- άσκεφτος - άσκεπτος
- ασκεψία
- απερίσκεπτα - απερίσκεφτα (επίρρημα)
- απερίσκεπτος - απερίσκεφτος
- απερισκεψία
- περίσκεπτος
- περίσκεψη
- σκεπτικισμός
- σκεπτικιστής
- σκεπτικιστικά (επίρρημα)
- σκεπτικιστικός
- σκεπτικίστρια & σύνθετα
- σκεπτικότητα
- σκεπτόμενος
- σκεπτοσύνη
- σκεφτικά - σκεπτικά (επίρρημα)
- σκεφτικός - σκεπτικός
- σκέψη & σύνθετα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | σκέφτομαι | σκεφτόμουν(α) | θα σκέφτομαι | να σκέφτομαι | ||
| β' ενικ. | σκέφτεσαι | σκεφτόσουν(α) | θα σκέφτεσαι | να σκέφτεσαι | ||
| γ' ενικ. | σκέφτεται | σκεφτόταν(ε) | θα σκέφτεται | να σκέφτεται | ||
| α' πληθ. | σκεφτόμαστε | σκεφτόμαστε σκεφτόμασταν |
θα σκεφτόμαστε | να σκεφτόμαστε | ||
| β' πληθ. | σκέφτεστε | σκεφτόσαστε σκεφτόσασταν |
θα σκέφτεστε | να σκέφτεστε | (σκέφτεστε) | |
| γ' πληθ. | σκέφτονται | σκέφτονταν σκεφτόντουσαν |
θα σκέφτονται | να σκέφτονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | σκέφτηκα | θα σκεφτώ | να σκεφτώ | σκεφτεί | ||
| β' ενικ. | σκέφτηκες | θα σκεφτείς | να σκεφτείς | σκέψου | ||
| γ' ενικ. | σκέφτηκε | θα σκεφτεί | να σκεφτεί | |||
| α' πληθ. | σκεφτήκαμε | θα σκεφτούμε | να σκεφτούμε | |||
| β' πληθ. | σκεφτήκατε | θα σκεφτείτε | να σκεφτείτε | σκεφτείτε | ||
| γ' πληθ. | σκέφτηκαν σκεφτήκαν(ε) |
θα σκεφτούν(ε) | να σκεφτούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω σκεφτεί | είχα σκεφτεί | θα έχω σκεφτεί | να έχω σκεφτεί | ||
| β' ενικ. | έχεις σκεφτεί | είχες σκεφτεί | θα έχεις σκεφτεί | να έχεις σκεφτεί | ||
| γ' ενικ. | έχει σκεφτεί | είχε σκεφτεί | θα έχει σκεφτεί | να έχει σκεφτεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε σκεφτεί | είχαμε σκεφτεί | θα έχουμε σκεφτεί | να έχουμε σκεφτεί | ||
| β' πληθ. | έχετε σκεφτεί | είχατε σκεφτεί | θα έχετε σκεφτεί | να έχετε σκεφτεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν σκεφτεί | είχαν σκεφτεί | θα έχουν σκεφτεί | να έχουν σκεφτεί | ||
Μεταφράσεις
σκέφτομαι
|
Αναφορές
- σκέφτομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- σκέφτομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σκέφτομαι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.