στροφή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στροφή οι στροφές
      γενική της στροφής των στροφών
    αιτιατική τη στροφή τις στροφές
     κλητική στροφή στροφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στροφή < αρχαία ελληνική στροφή

Προφορά

ΔΦΑ : /stɾoˈfi/

Ουσιαστικό

στροφή θηλυκό

  1. η αλλαγή πορείας
  2. η αλλαγή στάσης, απόψεων και συμπεριφοράς
  3. η καμπή του δρόμου
  4. (ναυτιλία) η αλλαγή πορείας του σκάφους προς τα δεξιά ή τα αριστερά με χειρισμό του πηδαλίου
  5. η περιστροφή
    η μπαλαρίνα έκανε δυο στροφές γύρω από τον εαυτό της
  6. (ποίηση) ομάδα στίχων που χωρίζεται από τους υπόλοιπους με κενή γραμμή

Εκφράσεις

  • το μυαλό του / της παίρνει στροφές : αντιλαμβάνεται εύκολα
  • στροφή 180 μοιρών: (μεταφορικά) η ολοκληρωτική αλλαγή στάσης / άποψης πάνω σε ένα θέμα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

στροφή < στρέφω

Ουσιαστικό

στροφή θηλυκό

  1. η ενέργεια του στρέφω
  2. ελιγμός
  3. (μεταφορικά) πανουργία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.