στροφή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στροφή | οι | στροφές |
| γενική | της | στροφής | των | στροφών |
| αιτιατική | τη | στροφή | τις | στροφές |
| κλητική | στροφή | στροφές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στροφή < αρχαία ελληνική στροφή
Προφορά
- ΔΦΑ : /stɾoˈfi/
Ουσιαστικό
στροφή θηλυκό
- η αλλαγή πορείας
- η αλλαγή στάσης, απόψεων και συμπεριφοράς
- η καμπή του δρόμου
- (ναυτιλία) η αλλαγή πορείας του σκάφους προς τα δεξιά ή τα αριστερά με χειρισμό του πηδαλίου
- η περιστροφή
- η μπαλαρίνα έκανε δυο στροφές γύρω από τον εαυτό της
- (ποίηση) ομάδα στίχων που χωρίζεται από τους υπόλοιπους με κενή γραμμή
Εκφράσεις
- το μυαλό του / της παίρνει στροφές : αντιλαμβάνεται εύκολα
- στροφή 180 μοιρών: (μεταφορικά) η ολοκληρωτική αλλαγή στάσης / άποψης πάνω σε ένα θέμα
Μεταφράσεις
στροφή ποιήματος
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
στροφή < στρέφω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.