αναστρέφω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναστρέφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναστρέφω[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.naˈstɾe.fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναστρέφω

Ρήμα

αναστρέφω, παθητικό αναστρέφομαι, παθητική μετοχή ανεστραμμένος

  1. αναποδογυρίζω
  2. αλλάζω πορεία και πηγαίνω προς την αντίθετη κατεύθυνση
    ... πλοίο ανέστρεψε την πορεία του και διενεργεί έρευνες
  3. ενεργώ ώστε μία κατάσταση που εξελίσσεται άσχημα να διορθωθεί, διορθώνω
    οι ειδικοί κατάφεραν πειραματικά να αναστρέψουν την απώλεια μνήμης σε ποντίκια με Αλτσχάιμερ

Κλίση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.