αναστρέφω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αναστρέφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναστρέφω[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.naˈstɾe.fo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐στρέ‐φω
Ρήμα
αναστρέφω, παθητικό αναστρέφομαι, παθητική μετοχή ανεστραμμένος
- αναποδογυρίζω
- αλλάζω πορεία και πηγαίνω προς την αντίθετη κατεύθυνση
- ↪ ... πλοίο ανέστρεψε την πορεία του και διενεργεί έρευνες
- ενεργώ ώστε μία κατάσταση που εξελίσσεται άσχημα να διορθωθεί, διορθώνω
- ↪ οι ειδικοί κατάφεραν πειραματικά να αναστρέψουν την απώλεια μνήμης σε ποντίκια με Αλτσχάιμερ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναστρέφω | ανέστρεφα | θα αναστρέφω | να αναστρέφω | αναστρέφοντας | |
| β' ενικ. | αναστρέφεις | ανέστρεφες | θα αναστρέφεις | να αναστρέφεις | ανάστρεφε | |
| γ' ενικ. | αναστρέφει | ανέστρεφε | θα αναστρέφει | να αναστρέφει | ||
| α' πληθ. | αναστρέφουμε | αναστρέφαμε | θα αναστρέφουμε | να αναστρέφουμε | ||
| β' πληθ. | αναστρέφετε | αναστρέφατε | θα αναστρέφετε | να αναστρέφετε | αναστρέφετε | |
| γ' πληθ. | αναστρέφουν(ε) | ανέστρεφαν αναστρέφαν(ε) |
θα αναστρέφουν(ε) | να αναστρέφουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ανέστρεψα | θα αναστρέψω | να αναστρέψω | αναστρέψει | ||
| β' ενικ. | ανέστρεψες | θα αναστρέψεις | να αναστρέψεις | ανάστρεψε | ||
| γ' ενικ. | ανέστρεψε | θα αναστρέψει | να αναστρέψει | |||
| α' πληθ. | αναστρέψαμε | θα αναστρέψουμε | να αναστρέψουμε | |||
| β' πληθ. | αναστρέψατε | θα αναστρέψετε | να αναστρέψετε | αναστρέψτε | ||
| γ' πληθ. | ανέστρεψαν αναστρέψαν(ε) |
θα αναστρέψουν(ε) | να αναστρέψουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αναστρέψει | είχα αναστρέψει | θα έχω αναστρέψει | να έχω αναστρέψει | ||
| β' ενικ. | έχεις αναστρέψει | είχες αναστρέψει | θα έχεις αναστρέψει | να έχεις αναστρέψει | έχε αναστραμμένο | |
| γ' ενικ. | έχει αναστρέψει | είχε αναστρέψει | θα έχει αναστρέψει | να έχει αναστρέψει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναστρέψει | είχαμε αναστρέψει | θα έχουμε αναστρέψει | να έχουμε αναστρέψει | ||
| β' πληθ. | έχετε αναστρέψει | είχατε αναστρέψει | θα έχετε αναστρέψει | να έχετε αναστρέψει | έχετε αναστραμμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αναστρέψει | είχαν αναστρέψει | θα έχουν αναστρέψει | να έχουν αναστρέψει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναστραμμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναστραμμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναστραμμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναστραμμένο | |||||
- και ανεστραμμένος
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αναστρέφομαι | αναστρεφόμουν(α) | θα αναστρέφομαι | να αναστρέφομαι | αναστρεφόμενος | |
| β' ενικ. | αναστρέφεσαι | αναστρεφόσουν(α) | θα αναστρέφεσαι | να αναστρέφεσαι | αναστρέφου | |
| γ' ενικ. | αναστρέφεται | αναστρεφόταν(ε) | θα αναστρέφεται | να αναστρέφεται | ||
| α' πληθ. | αναστρεφόμαστε | αναστρεφόμαστε αναστρεφόμασταν |
θα αναστρεφόμαστε | να αναστρεφόμαστε | ||
| β' πληθ. | αναστρέφεστε | αναστρεφόσαστε αναστρεφόσασταν |
θα αναστρέφεστε | να αναστρέφεστε | αναστρέφεστε | |
| γ' πληθ. | αναστρέφονται | αναστρέφονταν αναστρεφόντουσαν |
θα αναστρέφονται | να αναστρέφονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αναστράφηκα | θα αναστραφώ | να αναστραφώ | αναστραφεί | ||
| β' ενικ. | αναστράφηκες | θα αναστραφείς | να αναστραφείς | αναστρέψου | ||
| γ' ενικ. | αναστράφηκε | θα αναστραφεί | να αναστραφεί | |||
| α' πληθ. | αναστραφήκαμε | θα αναστραφούμε | να αναστραφούμε | |||
| β' πληθ. | αναστραφήκατε | θα αναστραφείτε | να αναστραφείτε | αναστραφείτε | ||
| γ' πληθ. | αναστράφηκαν αναστραφήκαν(ε) |
θα αναστραφούν(ε) | να αναστραφούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω αναστραφεί | είχα αναστραφεί | θα έχω αναστραφεί | να έχω αναστραφεί | ανεστραμμένος | |
| β' ενικ. | έχεις αναστραφεί | είχες αναστραφεί | θα έχεις αναστραφεί | να έχεις αναστραφεί | ||
| γ' ενικ. | έχει αναστραφεί | είχε αναστραφεί | θα έχει αναστραφεί | να έχει αναστραφεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε αναστραφεί | είχαμε αναστραφεί | θα έχουμε αναστραφεί | να έχουμε αναστραφεί | ||
| β' πληθ. | έχετε αναστραφεί | είχατε αναστραφεί | θα έχετε αναστραφεί | να έχετε αναστραφεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν αναστραφεί | είχαν αναστραφεί | θα έχουν αναστραφεί | να έχουν αναστραφεί | ||
Συγγενικά
Αναφορές
- αναστρέφω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.