κάτω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κάτω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κάτω < κατά
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈka.to/
Επίρρημα
κάτω
- χαμηλότερα, σε χαμηλότερο σημείο ή επίπεδο
- στο έδαφος, στο πάτωμα
- (ποσοτικό) λιγότερο από
- κανείς δεν εισάγεται στα ΑΕΙ με βαθμό κάτω του 10
- κάτω από: σε σημείο που υπερκαλύπτεται από μια επιφάνεια
- κάτω από: (ποσοτικό) λιγότερο από
- η θερμοκρασία έπεσε κάτω από το μηδέν
- κάτω από: (ποσοτικό) λιγότερο από
Επίθετο
κάτω άκλιτο
- που βρίσκεται σε χαμηλότερο επίπεδο
- ο κάτω όροφος
- που βρίσκεται πιο κοντά στη θάλασσα
- το κάτω ποτάμι
Εκφράσεις
- βάζω κάτω : νικώ, ρίχνω
- κάνω / φέρνω κάποιον άνω κάτω: αναστατώνω κάποιον
- κάτω άκρα: τα πόδια
- κάτω τα χέρια (από)... : μην ακουμπάς (κάτι)
- ο κάτω κόσμος : ο Άδης
- πάνω κάτω: (ποσοτικό) περίπου
- πιο κάτω: λίγο πιο πέρα
- στο κάτω κάτω : σε τελευταία περίπτωση, τελικά
- στο κάτω κάτω της γραφής : σε τελευταία περίπτωση, τελικά
- το βάζω κάτω : παραιτούμαι, υποκύπτω
Σύνθετα
- κατω- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα κατω- στο Βικιλεξικό
- αποκάτω
- παρακάτω
- κατώγι
- κατώι
- κατωσάγονο
- κατωσέντονο
- κατωφέρεια
- κατωφερής
Επιφώνημα
κάτω
- εκφράζει την αποδοκιμασία
- Κάτω οι κλέφτες!
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.