αντιστρέφω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αντιστρέφω < αρχαία ελληνική ἀντιστρέφω < ἀντι- + στρέφω

Ρήμα

αντιστρέφω (παθητική φωνή: αντιστρέφομαι

  1. στρέφω προς την άλλη, προς την αντίθετη πλευρά ή φορά
  2. μεταβάλλω μια κατάσταση (ή κάτι άλλο) στο αντίθετό της

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.