περιστρέφω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

περιστρέφω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιστρέφω < περι- + στρέφω

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈstɾe fo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιστρέφω

Ρήμα

περιστρέφω, αόρ.: περιέστρεψα, παθ.φωνή: περιστρέφομαι, π.αόρ.: περιστράφηκα/περιεστράφη3o, μτχ.π.π.: περιστραμμένος/περιεστραμμένος

  1. γυρίζω κάτι γύρω από έναν άξονα
  2. (ειδικότερα) γυρίζω κάτι γύρω από άξονα που βρίσκεται στο κέντρο του

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Ιορδανίδου, Άννα (1998, 8η έκδ.). Τα ρήματα της νέας ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης (©1991, 1η έκδοση:1992).
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

περιστρέφω < περι- + στρέφω

Ρήμα

περιστρέφω

Εκφράσεις

Συγγενικά

  • περιστροφάω
  • περίστροφος

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.