σκαπάνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκαπάνη | οι | σκαπάνες |
| γενική | της | σκαπάνης | των | σκαπανών |
| αιτιατική | τη | σκαπάνη | τις | σκαπάνες |
| κλητική | σκαπάνη | σκαπάνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκαπάνη < (ελληνιστική κοινή) σκαπάνη < σκάπτω
Ουσιαστικό
σκαπάνη θηλυκό
- εργαλείο για σκάψιμο
- η αρχαιολογική σκαπάνη: το ανασκαφικό έργο ενός αρχαιολόγου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.