σκαπάνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκαπάνη οι σκαπάνες
      γενική της σκαπάνης των σκαπανών
    αιτιατική τη σκαπάνη τις σκαπάνες
     κλητική σκαπάνη σκαπάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκαπάνη < (ελληνιστική κοινή) σκαπάνη < σκάπτω

Ουσιαστικό

σκαπάνη θηλυκό

  1. εργαλείο για σκάψιμο
  2. η αρχαιολογική σκαπάνη: το ανασκαφικό έργο ενός αρχαιολόγου

Υπώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.