στρεψόδικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στρεψόδικος | η | στρεψόδικη | το | στρεψόδικο |
| γενική | του | στρεψόδικου | της | στρεψόδικης | του | στρεψόδικου |
| αιτιατική | τον | στρεψόδικο | τη | στρεψόδικη | το | στρεψόδικο |
| κλητική | στρεψόδικε | στρεψόδικη | στρεψόδικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στρεψόδικοι | οι | στρεψόδικες | τα | στρεψόδικα |
| γενική | των | στρεψόδικων | των | στρεψόδικων | των | στρεψόδικων |
| αιτιατική | τους | στρεψόδικους | τις | στρεψόδικες | τα | στρεψόδικα |
| κλητική | στρεψόδικοι | στρεψόδικες | στρεψόδικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στρεψόδικος (μαρτυρείται από το 1889) [1] < στρεψοδικώ < στρέφω + δίκη
Επίθετο
στρεψόδικος -η -ο
- που στρεψοδικεί, που διαστρέφει την αλήθεια και χρησιμοποιεί παραπλανητικά επιχειρήματα (και ως ουσιαστικό)
- παραπλανητικός
Μεταφράσεις
στρεψόδικος
|
|
Αναφορές
- σελ. 935, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.