χρησιμοποιώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

χρησιμοποιώ < χρήσιμ(ος) + -ο- + -ποιώ, απόδοση του γαλλική utiliser[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾi.si.mo.piˈo/

Ρήμα

χρησιμοποιώ, αόρ.: χρησιμοποίησα, παθ.φωνή: χρησιμοποιούμαι, μτχ.π.π.: χρησιμοποιημένος

  1. μεταχειρίζομαι, κάνω χρήση ενός αντικειμένου ως μέσο για να πετύχω κάτι
    χρησιμοποίησε το κατσαβίδι
    χρησιμοποίησε την φαντασία σου
    χρησιμοποιώ το ποδήλατο για να μετακινούμαι στην πόλη
    χρησιμοποιεί ωραίες λέξεις για να εκφραστεί
  2. (για πρόσωπα) απασχολώ, κάνω κάποιον να δουλέψει για λογαριασμό μου
    είναι επικίνδυνο να χρησιμοποιείς ανειδίκευτους εργάτες

Συγγενικά

Σύνθετα

τους τύπους:

Κλίση

Μεταφράσεις

  1. χρησιμοποιώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.