στρεφοποδία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στρεφοποδία οι στρεφοποδίες
      γενική της στρεφοποδίας των στρεφοποδιών
    αιτιατική τη στρεφοποδία τις στρεφοποδίες
     κλητική στρεφοποδία στρεφοποδίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στρεφοποδία < στρέφω + πόδι

Ουσιαστικό

στρεφοποδία θηλυκό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.