στροβιλίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στροβιλίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στροβιλίζω
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη στρόβιλος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στροβιλίζω | στροβίλιζα | θα στροβιλίζω | να στροβιλίζω | στροβιλίζοντας | |
| β' ενικ. | στροβιλίζεις | στροβίλιζες | θα στροβιλίζεις | να στροβιλίζεις | στροβίλιζε | |
| γ' ενικ. | στροβιλίζει | στροβίλιζε | θα στροβιλίζει | να στροβιλίζει | ||
| α' πληθ. | στροβιλίζουμε | στροβιλίζαμε | θα στροβιλίζουμε | να στροβιλίζουμε | ||
| β' πληθ. | στροβιλίζετε | στροβιλίζατε | θα στροβιλίζετε | να στροβιλίζετε | στροβιλίζετε | |
| γ' πληθ. | στροβιλίζουν(ε) | στροβίλιζαν στροβιλίζαν(ε) |
θα στροβιλίζουν(ε) | να στροβιλίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στροβίλισα | θα στροβιλίσω | να στροβιλίσω | στροβιλίσει | ||
| β' ενικ. | στροβίλισες | θα στροβιλίσεις | να στροβιλίσεις | στροβίλισε | ||
| γ' ενικ. | στροβίλισε | θα στροβιλίσει | να στροβιλίσει | |||
| α' πληθ. | στροβιλίσαμε | θα στροβιλίσουμε | να στροβιλίσουμε | |||
| β' πληθ. | στροβιλίσατε | θα στροβιλίσετε | να στροβιλίσετε | στροβιλίστε | ||
| γ' πληθ. | στροβίλισαν στροβιλίσαν(ε) |
θα στροβιλίσουν(ε) | να στροβιλίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω στροβιλίσει | είχα στροβιλίσει | θα έχω στροβιλίσει | να έχω στροβιλίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις στροβιλίσει | είχες στροβιλίσει | θα έχεις στροβιλίσει | να έχεις στροβιλίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει στροβιλίσει | είχε στροβιλίσει | θα έχει στροβιλίσει | να έχει στροβιλίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε στροβιλίσει | είχαμε στροβιλίσει | θα έχουμε στροβιλίσει | να έχουμε στροβιλίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε στροβιλίσει | είχατε στροβιλίσει | θα έχετε στροβιλίσει | να έχετε στροβιλίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν στροβιλίσει | είχαν στροβιλίσει | θα έχουν στροβιλίσει | να έχουν στροβιλίσει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | στροβιλίζομαι | στροβιλιζόμουν(α) | θα στροβιλίζομαι | να στροβιλίζομαι | ||
| β' ενικ. | στροβιλίζεσαι | στροβιλιζόσουν(α) | θα στροβιλίζεσαι | να στροβιλίζεσαι | ||
| γ' ενικ. | στροβιλίζεται | στροβιλιζόταν(ε) | θα στροβιλίζεται | να στροβιλίζεται | ||
| α' πληθ. | στροβιλιζόμαστε | στροβιλιζόμαστε στροβιλιζόμασταν |
θα στροβιλιζόμαστε | να στροβιλιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | στροβιλίζεστε | στροβιλιζόσαστε στροβιλιζόσασταν |
θα στροβιλίζεστε | να στροβιλίζεστε | (στροβιλίζεστε) | |
| γ' πληθ. | στροβιλίζονται | στροβιλίζονταν στροβιλιζόντουσαν |
θα στροβιλίζονται | να στροβιλίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | στροβιλίστηκα | θα στροβιλιστώ | να στροβιλιστώ | στροβιλιστεί | ||
| β' ενικ. | στροβιλίστηκες | θα στροβιλιστείς | να στροβιλιστείς | στροβιλίσου | ||
| γ' ενικ. | στροβιλίστηκε | θα στροβιλιστεί | να στροβιλιστεί | |||
| α' πληθ. | στροβιλιστήκαμε | θα στροβιλιστούμε | να στροβιλιστούμε | |||
| β' πληθ. | στροβιλιστήκατε | θα στροβιλιστείτε | να στροβιλιστείτε | στροβιλιστείτε | ||
| γ' πληθ. | στροβιλίστηκαν στροβιλιστήκαν(ε) |
θα στροβιλιστούν(ε) | να στροβιλιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω στροβιλιστεί | είχα στροβιλιστεί | θα έχω στροβιλιστεί | να έχω στροβιλιστεί | στροβιλισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις στροβιλιστεί | είχες στροβιλιστεί | θα έχεις στροβιλιστεί | να έχεις στροβιλιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει στροβιλιστεί | είχε στροβιλιστεί | θα έχει στροβιλιστεί | να έχει στροβιλιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε στροβιλιστεί | είχαμε στροβιλιστεί | θα έχουμε στροβιλιστεί | να έχουμε στροβιλιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε στροβιλιστεί | είχατε στροβιλιστεί | θα έχετε στροβιλιστεί | να έχετε στροβιλιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν στροβιλιστεί | είχαν στροβιλιστεί | θα έχουν στροβιλιστεί | να έχουν στροβιλιστεί | ||
Αρχαία ελληνικά (grc)
- (ελληνιστική κοινή) → ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- στροβιλίζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στροβιλίζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.