χρυσός

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Au
  • Ατομικός αριθμός : 79
  • Προηγούμενο = Pt
  • Επόμενο = Hg

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

χρυσός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χρυσός < αρχαία ελληνική χρυσ(οῦς) + -ός < σημιτικής προέλευσης

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾiˈsos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυσός

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο χρυσός
      γενική του χρυσού
    αιτιατική τον χρυσό
     κλητική χρυσέ
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

χρυσός αρσενικό, μόνο στον ενικό

  1. (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 79 και χημικό σύμβολο το Au
  2. (μεταλλουργία) πολύτιμο μέταλλο, με κίτρινο χρώμα, που χρησιμοποιείται στη κατασκευή κοσμημάτων και στην αποταμίευση, το χρυσάφι
  3. (συνεκδοχικά) το χρήμα, ο πλούτος
  4. (μεταφορικά) κάθε τι πολύτιμο
    η σιωπή είναι χρυσός
χρυσός

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
χρυσ- 

Σύνθετα

  • χρυσο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χρυσο- στο Βικιλεξικό
  • -χρυσος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -χρυσος στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χρυσός η χρυσή το χρυσό
      γενική του χρυσού της χρυσής του χρυσού
    αιτιατική τον χρυσό τη χρυσή το χρυσό
     κλητική χρυσέ χρυσή χρυσό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χρυσοί οι χρυσές τα χρυσά
      γενική των χρυσών των χρυσών των χρυσών
    αιτιατική τους χρυσούς τις χρυσές τα χρυσά
     κλητική χρυσοί χρυσές χρυσά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

χρυσός

  1. (κυριολεκτικά) που είναι κατασκευασμένος από χρυσό
    χρυσό στέμμα, χρυσό νόμισμα
  2. που έχει το χρώμα του χρυσού, χρυσαφένιος
    χρυσός (χρώμα):   
  3. (μεταφορικά) καλός, ευγενικός
    χρυσός άνθρωπος, χρυσή καρδιά
  4. (μεταφορικά) πολύτιμος
    χρυσή ευκαιρία

Συνώνυμα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική χρυσός οἱ χρυσοί
      γενική τοῦ χρυσοῦ τῶν χρυσῶν
      δοτική τῷ χρυσ τοῖς χρυσοῖς
    αιτιατική τὸν χρυσόν τοὺς χρυσούς
     κλητική ! χρυσέ χρυσοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  χρυσώ
γεν-δοτ τοῖν  χρυσοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρυσός < σημιτικής προέλευσης . Δείτε και μυκηναϊκή 𐀓𐀬𐀰 (ku-ru-so)

Ουσιαστικό

χρυσός αρσενικό

  1. (μεταλλουργία) χρυσός, μάλαμα, χρυσάφι
  2. (συνεκδοχικά) σκεύος ή αντικείμενο από χρυσάφι
    χρυσός ἄπεφθος: ο χωνευμένος, καθαρός χρυσός
    χρυσός ἄπυρος: ο αχώνευτος χρυσός
    λευκός χρυσός: ο αναμεμιγμένος με άργυρο
  3. (μεταφορικά) ο αγαπημένος

Συγγενικά

 ετυμολογικό πεδίο 
χρυσ- 

Σύνθετα

  • χρυσεο-, χρυσ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα χρυσο- στο Βικιλεξικό
  • -χρυσος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -χρυσος στο Βικιλεξικό
  • και δείτε πάνω από 350 Λέξεις με -χρυσ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts

όπως

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.