πλούτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| αρσενικό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλούτος* | τα | πλούτη & πλούτια |
| γενική | του | πλούτου | ** | |
| αιτιατική | τον | πλούτο | τα | πλούτη & πλούτια |
| κλητική | πλούτε | πλούτη & πλούτια | ||
| Ενικός: αρσενικό. Πληθυντικός: ουδέτερο. * Και παρωχημένο ουδέτερο: το πλούτος Ο δεύτερος τύπος πληθυντικού, λαϊκότροπος. ** Παρωχημένη γενική πληθυντικού, αρσενικού: των πλούτων | ||||
| Κατηγορία όπως «πλούτος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλούτος < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική ὁ πλοῦτος
- το πλούτος, τα πλούτη < (ελληνιστική κοινή) πλοῦτος (ουδέτερο) < αρχαία ελληνική πλοῦτος (αρσενικό)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈplu.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλού‐τος
Ουσιαστικό
πλούτος αρσενικό
- η μεγάλη συγκέντρωση υλικών αγαθών, περιουσία
- → δείτε παράθεμα στο πλούτια
- (κατ’ επέκταση) η αφθονία κάποιου πράγματος, μεγάλη ποσότητα
πλούτος ουδέτερο
- (παρωχημένο) το σύνολο πνευματικών αγαθών [1]
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- τον πλούτον πολλοί εμίσησαν, την δόξαν ουδείς
Συγγενικά
ετυμολογικό πεδίο
πλουτ-
πλουτ-
θέμα με πλουτ-
- ανεμπλούτιστος
- απλούτιστος
- άπλουτος
- απεμπλουτισμένος
- εμπλουτίζω, εμπλουτίζομαι, εμπλούτιση, εμπλουτισμός εμπλουτισμένος
- πλουτεύω
- πλουταίνω
- πλουτίζω, πλουτίζομαι
- πλούτισμα, πλουτισμός, πλουτισμένος
- πλουτώ
- Πλούτωνας & συγγενικά
- υπερπλουτίζω, υπερπλουτώ υπερπλουτίζομαι, υπερπλουτισμός, υπερπλούτιση
θέμα με πλουσ- → δείτε τη λέξη πλούσιος
Σύνθετα
- νεόπλουτος, νεοπλουτίστικος, νεοπλουτίστικα (επίρρημα), νεοπλουτισμός, νεοπλουτοσύνη, νεοπλουτικός
συνθετικό πλουτο-
- αντιπλουτοκρατικός, αντιπλουτοκρατικά (επίρρημα)
- πλουτοδότης, πλουτοδότρα
- πλουτοκράτης - πλουτοκράτισσα, πλουτοκρατία, πλουτοκρατικά (επίρρημα), πλουτοκρατικός
- πλουτοκτησία
- πλουτολογία, πλουτολογικός
- πλουτομανής, πλουτομανές, πλουτομανία
- πλουτομάστορας
- πλουτοπαραγωγικός
- πλουτοφόρος
συνθετικό -πλουτος
- -πλουτος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -πλουτος στο Βικιλεξικό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
- πλούτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πλούτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Λέξεις με πλουτ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.