κόσμημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κόσμημα τα κοσμήματα
      γενική του κοσμήματος των κοσμημάτων
    αιτιατική το κόσμημα τα κοσμήματα
     κλητική κόσμημα κοσμήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αρχαιοελληνικά κοσμήματα της ελληνιστικής περιόδου (Αρχαιολογικό Μουσείο Σμύρνης)

Ετυμολογία

κόσμημα < αρχαία ελληνική κόσμημα < κοσμέω/κοσμῶ

Ουσιαστικό

κόσμημα ουδέτερο

  1. εξάρτημα ενδυμασίας που ομορφαίνει την εξωτερική εμφάνιση αλλά συχνά προσδίδει και κύρος στο άτομο που το φέρει
    "Τι κόσμημα να προτιμήσω για δώρο στη γυναίκα μου; Δαχτυλίδι ή περιδέραιο;"
  2. (γενικότερα) οτιδήποτε κοσμεί, ομορφαίνει
    αυτό το γλυπτό στην κεντρική πλατεία είναι ένα κόσμημα για την πόλη μας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.