χρυσοποιός

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χρυσοποιός < χρυσός και ποιέω

Επίθετο

χρυσοποιός

  • (επάγγελμα) ο χρυσοχόος, ο μεταλλουργός που είχε ως αντικείμενο την επεξεργασία του χρυσού

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.