χρήμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρήμα τα χρήματα
      γενική του χρήματος των χρημάτων
    αιτιατική το χρήμα τα χρήματα
     κλητική χρήμα χρήματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρήμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χρῆμα < ρήμα χρή (πρέπει, είναι ανάγκη)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxɾi.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρήμα

Ουσιαστικό

χρήμα ουδέτερο

  1. (οικονομία) κάποιο αγαθό που είναι μέσο συναλλαγής και πληρωμής
    ρευστό χρήμα νομίσματα όπως σε κέρματα ή χαρτονομίσματα
    λογιστικό χρήμα σε επιταγές ή βιβλιάρια καταθέσεων
    Το χρήμα δε φέρνει την ευτυχία,
  2. κάποια ποσότητα χρημάτων  δείτε και τον πληθυντικό χρήματα
     συνώνυμα: λεφτά
  3. (γενικότερα) η περιουσία
    Έχει πολύ χρήμα, χρήμα με ουρά! (μεγάλη περιουσία)

Συνώνυμα

Πολυλεκτικοί όροι

  • εύκολο χρήμα
  • ζεστό χρήμα
  • ηλεκτρονικό χρήμα
  • μαύρο χρήμα
  • πλαστικό χρήμα

Εκφράσεις

  • επί χρήμασι
  • κολυμπάω στο χρήμα
  • ξέπλυμα χρήματος
  • ρίχνω χρήμα
  • τραβάω χρήματα
  • υπεράνω χρημάτων
  • χρήμα με ουρά

Παροιμίες

Συγγενικά

Σύνθετα

  • χρηματο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα χρηματο- στο Βικιλεξικό

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.