or
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɔ(ɹ)/
Σύνδεσμος
or (en)
- ή, χρησιμοποιείται για να δείξει μια άλλη πιθανότητα
- ↪ Do you want chocolate or vanilla?
- Θέλεις σοκολάτα ή βανίλια;
- ↪ Do you want chocolate or vanilla?
- ειδάλλως, αλλιώς, χρησιμοποιείται για να προειδοποιήσει ή να συμβουλεύσει κάποιον ότι κάτι κακό μπορεί να συμβεί
- είτε…είτε, χρησιμοποιείται για να δείξει μια διαφορετική ή αντίθετη ιδέα
Πηγές
- or - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 266. ISBN 9780194325684., λήμμα: είτε
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- or (oυσιαστικό) < λατινική aurum
- or (σύνδεσμος) < παλαιά γαλλική ore («τώρα») < λατινική hāc hōrā, «αυτήν την ώρα». Χρησιμοποιείται ως σύνδεσμος από τον 12ο αιώνα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɔʁ/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| or | ors |
or (fr) αρσενικό
- ο χρυσός, το χρυσάφι, το μάλαμα
- (μεταφορικά) ο πλούτος, ο « χρυσός »
- l'or blanc - το χιόνι για τις χιονοδρομικές εγκαταστάσεις
- l'or noir - ο μαύρος χρυσός (το πετρέλαιο)
- l'or rouge - η ηλιακή ενέργεια
- l'or vert - ο πλούτος που προέρχεται από τη γεωργία ή από την πώληση καλλιεργήσιμων εδαφών
- (εραλδική) ένα από τα δύο εραλδικά χρώματα που παριστάνεται συμβατικά με τελείες
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.