κυριολεκτώ

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κυριολεκτώ < (ελληνιστική κοινή) κυριολεκτέω / κυριολεκτῶ < αρχαία ελληνική κύριος + λέγω

Προφορά

ΔΦΑ : /ci.ɾi.o.leˈkto/

Ρήμα

κυριολεκτώ

  1. μιλάω χρησιμοποιώντας κάθε λέξη ή φράση με την κύρια σημασία τους
  2. μιλάω ξεκάθαρα και με σαφήνεια, χωρίς να υπερβάλλω

Συγγενικά

Συνώνυμα

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.