χρυσόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χρυσόω < χρυσός και jω
Ρήμα
χρυσόω-χρυσῶ (αόρ.ἐχρύσωσα παθ. παρακ. κεχρύσωμαι)
- Παλλαδίων χρυσουμένων
- τὸν αὐχένα δὲ καὶ τὴν κεφαλὴν φαίνει κεχρυσωμένα παχέι κάρτα χρυσῷ (Ηροδ.)
Συγγενικά
- ἐπιχρυσόω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.