υδράργυρος

Νέα ελληνικά (el)

  • Χημικό στοιχείο: Hg
  • Ατομικός αριθμός : 80
  • Προηγούμενο = Au
  • Επόμενο = Tl

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

υδράργυρος < υδρ- (< υδρο-) + άργυρος

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈðɾaɾ.ʝi.ɾos/

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υδράργυρος οι υδράργυροι
      γενική του υδραργύρου
& υδράργυρου
των υδραργύρων
    αιτιατική τον υδράργυρο τους υδραργύρους
& υδράργυρους
     κλητική υδράργυρε υδράργυροι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
υδράργυρος σε ποτήρι

υδράργυρος αρσενικό

  1. (χημεία) υγρό μεταλλικό χημικό στοιχείο με αργυρό χρώμα, ατομικό αριθμό 80 και χημικό σύμβολο το Hg
  2. (συνεκδοχικά) η ποσότητα του παραπάνω στοιχείου στα θερμόμετρα

Εκφράσεις

  • ανεβαίνει / κατεβαίνει ο υδράργυρος : αυξάνεται / μειώνεται η θερμοκρασία // (μεταφορικά) αυξάνεται / μειώνεται η ένταση

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.