αποταμίευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αποταμίευση οι αποταμιεύσεις
      γενική της αποταμίευσης* των αποταμιεύσεων
    αιτιατική την αποταμίευση τις αποταμιεύσεις
     κλητική αποταμίευση αποταμιεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποταμιεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αποταμίευση < (καθαρεύουσα) ἀποταμίευ(σις) + -ση < (ελληνιστική κοινή) ἀποταμιεύομαι < αρχαία ελληνική ταμιεύω < ταμιεῖον < ταμίας. Μορφολογικά αναλύεται σε απο- + ταμίευση.

Προφορά

ΔΦΑ : /a.po.taˈmi.ef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αποταμίευση

Ουσιαστικό

αποταμίευση θηλυκό

  1. (οικονομία) η ενέργεια τού αποταμιεύω
  2. (οικονομία) το αποτέλεσμα τού αποταμιεύω
     συνώνυμα: αποταμίευμα, οικονομίες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.