χρυσεόμαλλος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χρυσεόμαλλος < χρυσός και μαλλός (μαλλί ζώου αλλά και ανθρώπων)

Επίθετο

χρυσεόμαλλος,ος, ον

νεόμενος δ᾽εἰς ἀγόρους ἀυτεῖ τάν κερόεσσαν ἔχειν χρυσεόμαλλον κατὰ δῶμα ποίμναν.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.