μυκηναϊκή διάλεκτος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μυκηναϊκή διάλεκτος → δείτε τις λέξεις μυκηναϊκός και διάλεκτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /mi.ci.na.iˈci ˈði̯a.le.ktos/
Πολυλεκτικός όρος
μυκηναϊκή διάλεκτος θηλυκό
- (γλώσσα) η γλώσσα των Μυκηναίων που μιλήθηκε στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην Κρήτη από τον 16ο έως τον 11 αιώνα π.Χ. Γράφτηκε με τη Γραμμική Β που αποκρυπτογραφήθηκε το 1952 από τον Michael Ventris.
- μυκηναιόφωνος
- υποθετικός πρόγονος: πρωτοελληνική
- Κατηγορία:Μυκηναϊκή διάλεκτος - με Γραμμική Β
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.