χρυσάφι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χρυσάφι τα χρυσάφια
      γενική του χρυσαφιού των χρυσαφιών
    αιτιατική το χρυσάφι τα χρυσάφια
     κλητική χρυσάφι χρυσάφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χρυσάφι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική χρυσάφι(ν) < ελληνιστική κοινή χρυσάφιον, υποκοριστικό του αρχαίου χρυσός

Προφορά

ΔΦΑ : /xɾiˈsa.fi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρυσάφι
τονικά παρώνυμα: χρυσαφί, χρυσαφή

Ουσιαστικό

χρυσάφι ουδέτερο

  1. ο χρυσός
  2. (συνεκδοχικά) τα πλούτη

Εκφράσεις

  • χώμα πιάνει, χρυσάφι γίνεται

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη χρυσός

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.