χρυσαμοιβός
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
χρυσαμοιβός αρσενικό
- που διακινεί χρυσό, που κάνει συναλλαγές με χρυσό
- (μεταφορικά) που κάνει συναλλαγές σε ανθρώπινες ζωές, που εξαγοράζει τη ζωή με χρυσό
- ὁ χρυσαμοιβὸς δ᾽ Ἄρης σωμάτων καὶ ταλαντοῦχος ἐν μάχῃ δορὸς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.